Anonymous

εἰσφρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσφρέω''': (πρβλ. [[ἐπεισφρέω]]), παρατ. εἰσέφρουν Δημ. 473. 6· μέλλ. -φρήσω Ἀριστοφ. Σφ. 892, -έφρησα Πολύβ. 22. 10, 7· μέσ. παρατ. εἰσεφρούμην Εὐρ. Τρῳ. 647. Ἀφίνω τι νὰ εἰσέλθῃ [[παραδέχομαι]], Λατ. admittere, Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., [[εἰσάγω]] μετ’ ἐμοῦ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐμφοροῦμαι, [[κατεσθίω]], περὶ τῶν πελεκάνων, Ἀριστ. Θαυμ. 14. ΙΙ. ἀμεταβ., [[παρεισφρέω]], [[εἰσέρχομαι]], Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκίφρ. 3. 53. (Τὸ [[φρέω]], πιθαν. συγγενὲς τῷ [[φέρω]], εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις [[μετὰ]] τῶν προθέσεων δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-).
|lstext='''εἰσφρέω''': (πρβλ. [[ἐπεισφρέω]]), παρατ. εἰσέφρουν Δημ. 473. 6· μέλλ. -φρήσω Ἀριστοφ. Σφ. 892, -έφρησα Πολύβ. 22. 10, 7· μέσ. παρατ. εἰσεφρούμην Εὐρ. Τρῳ. 647. Ἀφίνω τι νὰ εἰσέλθῃ [[παραδέχομαι]], Λατ. admittere, Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., [[εἰσάγω]] μετ’ ἐμοῦ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐμφοροῦμαι, [[κατεσθίω]], περὶ τῶν πελεκάνων, Ἀριστ. Θαυμ. 14. ΙΙ. ἀμεταβ., [[παρεισφρέω]], [[εἰσέρχομαι]], Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκίφρ. 3. 53. (Τὸ [[φρέω]], πιθαν. συγγενὲς τῷ [[φέρω]], εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις [[μετὰ]] τῶν προθέσεων δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εἰσέφρουν, <i>f.</i> εἰσφρήσω, <i>ao.</i> εἰσέφρησα, <i>pf. inus.</i><br />introduire;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσφρέομαι (<i>impf.</i> εἰσεφρούμην) introduire pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], φρέω.
}}
}}