3,277,381
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσφρέω''': (πρβλ. [[ἐπεισφρέω]]), παρατ. εἰσέφρουν Δημ. 473. 6· μέλλ. -φρήσω Ἀριστοφ. Σφ. 892, -έφρησα Πολύβ. 22. 10, 7· μέσ. παρατ. εἰσεφρούμην Εὐρ. Τρῳ. 647. Ἀφίνω τι νὰ εἰσέλθῃ [[παραδέχομαι]], Λατ. admittere, Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., [[εἰσάγω]] μετ’ ἐμοῦ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐμφοροῦμαι, [[κατεσθίω]], περὶ τῶν πελεκάνων, Ἀριστ. Θαυμ. 14. ΙΙ. ἀμεταβ., [[παρεισφρέω]], [[εἰσέρχομαι]], Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκίφρ. 3. 53. (Τὸ [[φρέω]], πιθαν. συγγενὲς τῷ [[φέρω]], εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις [[μετὰ]] τῶν προθέσεων δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-). | |lstext='''εἰσφρέω''': (πρβλ. [[ἐπεισφρέω]]), παρατ. εἰσέφρουν Δημ. 473. 6· μέλλ. -φρήσω Ἀριστοφ. Σφ. 892, -έφρησα Πολύβ. 22. 10, 7· μέσ. παρατ. εἰσεφρούμην Εὐρ. Τρῳ. 647. Ἀφίνω τι νὰ εἰσέλθῃ [[παραδέχομαι]], Λατ. admittere, Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., [[εἰσάγω]] μετ’ ἐμοῦ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐμφοροῦμαι, [[κατεσθίω]], περὶ τῶν πελεκάνων, Ἀριστ. Θαυμ. 14. ΙΙ. ἀμεταβ., [[παρεισφρέω]], [[εἰσέρχομαι]], Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκίφρ. 3. 53. (Τὸ [[φρέω]], πιθαν. συγγενὲς τῷ [[φέρω]], εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις [[μετὰ]] τῶν προθέσεων δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εἰσέφρουν, <i>f.</i> εἰσφρήσω, <i>ao.</i> εἰσέφρησα, <i>pf. inus.</i><br />introduire;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσφρέομαι (<i>impf.</i> εἰσεφρούμην) introduire pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], φρέω. | |||
}} | }} |