Anonymous

εἰρηνεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰρηνεύω''': [[φέρω]] εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, [[διάγω]] εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· [[πρός]] τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε.
|lstext='''εἰρηνεύω''': [[φέρω]] εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, [[διάγω]] εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· [[πρός]] τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> vivre en paix;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> pacifier, apaiser;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰρηνεύομαι être en paix : [[πρός]] τινα, avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρήνη]].
}}
}}