3,277,119
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. -έπεσον: ― [[πίπτω]] [[ἐντός]], [[πίπτω]] μέσα εἰς..., ἀλλὰ συνήθως μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, εἰσορμῶ, ἐπιφαίνομαι [[ἐξαίφνης]], ἐς πόλιν Ἡρόδ. 5. 15˙ ἐς τὰς [[νέας]] ὁ αὐτ. 8. 56˙ ἐς [[οἴκημα]] Θουκ. 2. 4, κτλ.˙ ἀπολ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. 4. 24: ― ποιητ. [[μετὰ]] δοτ. ἐσπίπτει δόμοις Εὐρ. Ἴων 1196: ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 35. 2) [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]] ἐντὸς εἰς, οἱ δὲ νικώμενοι ὑπεχώρουν˙ καί τι αὐτῶν [[μέρος]]... προσβιασθέν... ἐσέπεσεν ἔς του [[χωρίον]] ἰδιώτου Θουκ. 1. 106˙ ἐς χαράδρας ὁ αὐτ. 3. 98, κτλ.˙ ἐσπ. ἐς εἱρκτήν, ῥίπτομαι εἰς φυλακήν, ὁ αὐτ. 1. 131˙ οὕτω, παρὰ ποιηταῖς, μετ’ αἰτ. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους Εὐρ. Ὀρ. 1315˙ ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην, νὰ [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[πλῆθος]] ᾐσχυνόμην, ὁ αὐτ. Ἑλ. 415˙ εἰσπ. πέπλους, ζητεῖν [[καταφύγιον]] ὑπὸ τοὺς πέπλους, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1181˙ κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος, ἐλθόντος, γενομένου θορύβου ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1312. 3) [[περιέρχομαι]] εἵς τινα κατάστασιν, εἰσπ. δούλειον [[ἦμαρ]] ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 99˙ ξυμφορὰν [[αὐτόθι]] 983˙ [[γῆρας]] ὁ αὐτ. Ἴων 700˙ παρὰ Θουκ. 4. 4 ἤδη διορθοῦται ἐπέπεσε. ΙΙ. [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 63, Σοφ. Αἴ. 55˙ [[ὡσαύτως]], ἐσπ. ἐς τὸν πεζὸν Ἡρόδ. 4. 128˙ πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 4. 25. | |lstext='''εἰσπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. -έπεσον: ― [[πίπτω]] [[ἐντός]], [[πίπτω]] μέσα εἰς..., ἀλλὰ συνήθως μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, εἰσορμῶ, ἐπιφαίνομαι [[ἐξαίφνης]], ἐς πόλιν Ἡρόδ. 5. 15˙ ἐς τὰς [[νέας]] ὁ αὐτ. 8. 56˙ ἐς [[οἴκημα]] Θουκ. 2. 4, κτλ.˙ ἀπολ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. 4. 24: ― ποιητ. [[μετὰ]] δοτ. ἐσπίπτει δόμοις Εὐρ. Ἴων 1196: ἀπολ., Σοφ. Αἴ. 35. 2) [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]] ἐντὸς εἰς, οἱ δὲ νικώμενοι ὑπεχώρουν˙ καί τι αὐτῶν [[μέρος]]... προσβιασθέν... ἐσέπεσεν ἔς του [[χωρίον]] ἰδιώτου Θουκ. 1. 106˙ ἐς χαράδρας ὁ αὐτ. 3. 98, κτλ.˙ ἐσπ. ἐς εἱρκτήν, ῥίπτομαι εἰς φυλακήν, ὁ αὐτ. 1. 131˙ οὕτω, παρὰ ποιηταῖς, μετ’ αἰτ. ἐσπεσοῦσα δικτύων βρόχους Εὐρ. Ὀρ. 1315˙ ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμην, νὰ [[ὑπάγω]] εἰς τὸ [[πλῆθος]] ᾐσχυνόμην, ὁ αὐτ. Ἑλ. 415˙ εἰσπ. πέπλους, ζητεῖν [[καταφύγιον]] ὑπὸ τοὺς πέπλους, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1181˙ κτύπου κέλευθον ἐσπεσόντος, ἐλθόντος, γενομένου θορύβου ἐν τῇ ὁδῷ, ὁ αὐτ. Ὀρ. 1312. 3) [[περιέρχομαι]] εἵς τινα κατάστασιν, εἰσπ. δούλειον [[ἦμαρ]] ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 99˙ ξυμφορὰν [[αὐτόθι]] 983˙ [[γῆρας]] ὁ αὐτ. Ἴων 700˙ παρὰ Θουκ. 4. 4 ἤδη διορθοῦται ἐπέπεσε. ΙΙ. [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τινὰ Ἡρόδ. 1. 63, Σοφ. Αἴ. 55˙ [[ὡσαύτως]], ἐσπ. ἐς τὸν πεζὸν Ἡρόδ. 4. 128˙ πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 4. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> εἰσπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> εἰσέπεσον;<br /><b>1</b> tomber dans ; <i>p. anal.</i> être précipité dans, être jeté dans : [[ἐς]] εἱρκτήν THC être jeté en prison;<br /><b>2</b> tomber par hasard dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] [[χωρίον]] THC tomber sur les terres (d’un particulier) <i>en parl. d’une troupe qui a perdu son chemin</i>;<br /><b>3</b> tomber sur, fondre sur : [[ἐς]] τὸν πεζόν HDT sur l’infanterie ; τινά sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |