Anonymous

ἔκθεσμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκθεσμος''': -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, [[ἄνομος]], [[παράνομος]], Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· [[φρικτός]], [[δεινός]], [[ὄναρ]] Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.
|lstext='''ἔκθεσμος''': -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, [[ἄνομος]], [[παράνομος]], Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· [[φρικτός]], [[δεινός]], [[ὄναρ]] Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extraordinaire, effrayant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θεσμός]].
}}
}}