3,274,873
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκεράννῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· [[τρεῖς]] μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. [[ἐγκίρνημι]])· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., [[παρασκευάζω]], πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D. | |lstext='''ἐγκεράννῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· [[τρεῖς]] μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. [[ἐγκίρνημι]])· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., [[παρασκευάζω]], πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνεκέρασα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐνεκράθην, <i>pf.</i> ἐγκέκραμαι;<br />mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l’un avec l’autre, confondre ensemble ; <i>Pass.</i> être mêlé <i>ou</i> mélangé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκεράννυμαι se mêler à ; <i>abs.</i> mettre en mouvement : πρήγματα [[μεγάλα]] HDT machiner de grandes affaires.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |