Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκζωπυρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκζωπῠρέω''': ἀναζωπυρῶ, [[ἀνάπτω]], πόλεμον Ἀριστοφ. Εἰρ. 310· ἄνθρακας Πλουτ. Μάρ. 44· τὴν παλαιὰν οἰκειότητα καὶ συγγένειαν ἐκζωπυρῆσαι, ἀναζωπυρῆσαι, ἀνανεῶσαι, ὁ αὐτ. Ρωμ. 29.
|lstext='''ἐκζωπῠρέω''': ἀναζωπυρῶ, [[ἀνάπτω]], πόλεμον Ἀριστοφ. Εἰρ. 310· ἄνθρακας Πλουτ. Μάρ. 44· τὴν παλαιὰν οἰκειότητα καὶ συγγένειαν ἐκζωπυρῆσαι, ἀναζωπυρῆσαι, ἀνανεῶσαι, ὁ αὐτ. Ρωμ. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rallumer un feu qui couve ; <i>fig.</i> ranimer, renouveler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[ζωπυρέω]].
}}
}}