Anonymous

ἐκκαλαμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκᾰλᾰμάομαι''': ἀποθ., ἀπὸ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, Ἀριστοφ. Σφ. 609.
|lstext='''ἐκκᾰλᾰμάομαι''': ἀποθ., ἀπὸ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, Ἀριστοφ. Σφ. 609.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />pêcher (comme) à la ligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κάλαμος]].
}}
}}