Anonymous

ἐγκαίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαίω''': μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]], [[θερμαίνω]] ἐν, ὀβελοὶ ἐγκεκαυμένοι πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 393. 2) ζωγραφῶ δι’ ἐγκαύματος, δηλ. διὰ χρωμάτων ἀναμίκτων κηρῷ, Λατ. encausta pingere, Ἑβδ. (2 Μακκ. β΄, 29), πρβλ. Πλίν. 35, 39 κἑξ., ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], [[καίω]], πῦρ Πλουτ. Ἀλέξ. 24· οἶκοι ἐγκαιόμενοι, θερμαινόμενα δωμάτια, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11.
|lstext='''ἐγκαίω''': μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]], [[θερμαίνω]] ἐν, ὀβελοὶ ἐγκεκαυμένοι πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 393. 2) ζωγραφῶ δι’ ἐγκαύματος, δηλ. διὰ χρωμάτων ἀναμίκτων κηρῷ, Λατ. encausta pingere, Ἑβδ. (2 Μακκ. β΄, 29), πρβλ. Πλίν. 35, 39 κἑξ., ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιολογ. ΙΙ. [[ἀνάπτω]], [[καίω]], πῦρ Πλουτ. Ἀλέξ. 24· οἶκοι ἐγκαιόμενοι, θερμαινόμενα δωμάτια, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνέκαυσα]];<br />faire brûler dans : [[πῦρ]] PLUT allumer du feu ; [[οἶκοι]] κινναμώμῳ ἐγκαιόμενοι LUC établissements de bains chauffés au bois de cannelier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καίω]].
}}
}}