Anonymous

ἐκκεχυμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκεχυμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐκχέω]], ἀφθόνως, δαψιλῶς, πολυτελῶς, ἐκκεχ. Ζῆν, Λατ. effuse vivere, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 222 (207)· ἐκκεχ. λέγειν, ἀμέτρως, ἀφειδῶς, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ἀγαπᾶν Ἀρισταίν. 2. 16.
|lstext='''ἐκκεχυμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐκχέω]], ἀφθόνως, δαψιλῶς, πολυτελῶς, ἐκκεχ. Ζῆν, Λατ. effuse vivere, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 222 (207)· ἐκκεχ. λέγειν, ἀμέτρως, ἀφειδῶς, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ἀγαπᾶν Ἀρισταίν. 2. 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec effusion.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἐκχέω]].
}}
}}