Anonymous

εἰλεός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰλεός''': ἢ [[ἰλεός]], ὁ, ([[εἰλέω]]) [[νόσος]] δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. [[στρόφος]]. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «[[τρῦπα]]», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε [[εἰλυός]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεός]], μαγειρικὴ [[τράπεζα]], Εὐστ. 749. 7. IV. [[εἶδος]] οἴνου, Ἀθήν. 31Β.
|lstext='''εἰλεός''': ἢ [[ἰλεός]], ὁ, ([[εἰλέω]]) [[νόσος]] δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. [[στρόφος]]. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «[[τρῦπα]]», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε [[εἰλυός]]. ΙΙΙ. = [[ἐλεός]], μαγειρικὴ [[τράπεζα]], Εὐστ. 749. 7. IV. [[εἶδος]] οἴνου, Ἀθήν. 31Β.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />trou de serpents (retraite où s’enroule l’animal).<br />'''Étymologie:''' [[εἴλω]].
}}
}}