Anonymous

ἐκμοχλεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμοχλεύω''': κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], ἰδίως διὰ μοχλοῦ, [[ἐκτοπίζω]], ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας [[ἐντεῦθεν]] ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: [[καθόλου]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.
|lstext='''ἐκμοχλεύω''': κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], ἰδίως διὰ μοχλοῦ, [[ἐκτοπίζω]], ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας [[ἐντεῦθεν]] ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: [[καθόλου]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.
}}
{{bailly
|btext=soulever avec un levier, forcer ; <i>fig.</i> contraindre, forcer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μοχλεύω]].
}}
}}