Anonymous

ἐκκρουστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκρουστικός''': -ή, -όν, [[ἀποκρουστικός]], [[κατάλληλος]] πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.
|lstext='''ἐκκρουστικός''': -ή, -όν, [[ἀποκρουστικός]], [[κατάλληλος]] πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à chasser, à repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρούω]].
}}
}}