Anonymous

ἐκγυμνόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκγυμνόω''': γυμνώνω, τὸ πᾶν τοῦ σώματος πλὴν τῆς αἰδοῦς ἐξεγύμνωσα Εὐμάθ. 4. 114. - Παθ., μεταφ., ἀναλίσκομαι, ἀφανίζομαι, Βαβρ. 22. 16.
|lstext='''ἐκγυμνόω''': γυμνώνω, τὸ πᾶν τοῦ σώματος πλὴν τῆς αἰδοῦς ἐξεγύμνωσα Εὐμάθ. 4. 114. - Παθ., μεταφ., ἀναλίσκομαι, ἀφανίζομαι, Βαβρ. 22. 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξεγύμνωσα;<br />mettre entièrement à nu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[γυμνόω]].
}}
}}