3,260,125
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδρομή''': ἡ, [[ἔξοδος]], [[ἔφοδος]], Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 4, Ἀρρ., κλ. 2) τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὁμὰς ἀκροβολιστῶν, = ἔκδρομοι, Θουκ. 4. 127. ΙΙ. [[βλάστησις]], ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 3. ΙΙΙ. [[παρέκβασις]] ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀριστείδ. 1. 92. | |lstext='''ἐκδρομή''': ἡ, [[ἔξοδος]], [[ἔφοδος]], Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 4, Ἀρρ., κλ. 2) τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὁμὰς ἀκροβολιστῶν, = ἔκδρομοι, Θουκ. 4. 127. ΙΙ. [[βλάστησις]], ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 3. ΙΙΙ. [[παρέκβασις]] ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀριστείδ. 1. 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />sortie impétueuse, charge ; [[αἱ]] ἐκδρομαί troupe qui charge l’ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδρομος]]. | |||
}} | }} |