Anonymous

ἐκδρομή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδρομή''': ἡ, [[ἔξοδος]], [[ἔφοδος]], Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 4, Ἀρρ., κλ. 2) τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὁμὰς ἀκροβολιστῶν, = ἔκδρομοι, Θουκ. 4. 127. ΙΙ. [[βλάστησις]], ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 3. ΙΙΙ. [[παρέκβασις]] ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀριστείδ. 1. 92.
|lstext='''ἐκδρομή''': ἡ, [[ἔξοδος]], [[ἔφοδος]], Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 4, Ἀρρ., κλ. 2) τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὁμὰς ἀκροβολιστῶν, = ἔκδρομοι, Θουκ. 4. 127. ΙΙ. [[βλάστησις]], ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 3. ΙΙΙ. [[παρέκβασις]] ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀριστείδ. 1. 92.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />sortie impétueuse, charge ; [[αἱ]] ἐκδρομαί troupe qui charge l’ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδρομος]].
}}
}}