3,258,370
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκθλίβω''': ῑ, διὰ τῆς θλίψεως [[ἐξάγω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3., 9. 40, 39: - Παθ., [[αὐτόθι]] 3. 20, 11, ἐπὶ στρατοῦ, ἐκθλίβομαι ὠθούμενος ἔξω τῆς θέσεώς μου, Πλουτ. Σύλλας 19. 2) μεταφ., προξενῶ θλῖψιν, [[καταθλίβω]], Ξεν. Ἀν. 3. 4. 19. | |lstext='''ἐκθλίβω''': ῑ, διὰ τῆς θλίψεως [[ἐξάγω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3., 9. 40, 39: - Παθ., [[αὐτόθι]] 3. 20, 11, ἐπὶ στρατοῦ, ἐκθλίβομαι ὠθούμενος ἔξω τῆς θέσεώς μου, Πλουτ. Σύλλας 19. 2) μεταφ., προξενῶ θλῖψιν, [[καταθλίβω]], Ξεν. Ἀν. 3. 4. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=exprimer en pressant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θλίβω]]. | |||
}} | }} |