Anonymous

ἐκθλίβω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκθλίβω''': ῑ, διὰ τῆς θλίψεως [[ἐξάγω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3., 9. 40, 39: - Παθ., [[αὐτόθι]] 3. 20, 11, ἐπὶ στρατοῦ, ἐκθλίβομαι ὠθούμενος ἔξω τῆς θέσεώς μου, Πλουτ. Σύλλας 19. 2) μεταφ., προξενῶ θλῖψιν, [[καταθλίβω]], Ξεν. Ἀν. 3. 4. 19.
|lstext='''ἐκθλίβω''': ῑ, διὰ τῆς θλίψεως [[ἐξάγω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3., 9. 40, 39: - Παθ., [[αὐτόθι]] 3. 20, 11, ἐπὶ στρατοῦ, ἐκθλίβομαι ὠθούμενος ἔξω τῆς θέσεώς μου, Πλουτ. Σύλλας 19. 2) μεταφ., προξενῶ θλῖψιν, [[καταθλίβω]], Ξεν. Ἀν. 3. 4. 19.
}}
{{bailly
|btext=exprimer en pressant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θλίβω]].
}}
}}