3,253,654
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπαγλέομαι''': παθ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐκπλήξεως ἢ θάμβους, [[θαυμάζω]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., καί μιν ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι Ἡρόδ. 7. 181, πρβλ. 8. 92· ἐκπαγλεόμενος ὡς... ὁ αὐτ. 9. 48. ΙΙ. [[θαυμάζω]] [[πρός]] τι, [[θαυμάζω]] καθ’ ὑπερβολήν, μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Χο. 217, Εὐρ. Ὀρ. 890, Τρῳ. 929· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Διον. Ἁλ. 1. 40. | |lstext='''ἐκπαγλέομαι''': παθ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐκπλήξεως ἢ θάμβους, [[θαυμάζω]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., καί μιν ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι Ἡρόδ. 7. 181, πρβλ. 8. 92· ἐκπαγλεόμενος ὡς... ὁ αὐτ. 9. 48. ΙΙ. [[θαυμάζω]] [[πρός]] τι, [[θαυμάζω]] καθ’ ὑπερβολήν, μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Χο. 217, Εὐρ. Ὀρ. 890, Τρῳ. 929· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Διον. Ἁλ. 1. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br /><b>1</b> être stupéfait;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> regarder avec admiration, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔκπαγλος]]. | |||
}} | }} |