Anonymous

ἐκρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκρήγνυμι''': μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω, [[διατέμνω]], [[κάμνω]] νὰ σπάσῃ, νευρὴν δ’ ἐξέρρηξε νεόστροφον Ἰλ. Ο. 469· [[μετὰ]] γεν., [[ὕδωρ]] ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, τὸ [[ὕδωρ]] ἐξέκοψε [[μέρος]] τι ἐκ τῆς ὁδοῦ, Ἰλ. Ψ. 421. - Παθ., θραύομαι, διαρρήγνυμαι, ἐπὶ τόξων, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν Ἡρόδ. 2. 173· ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζομαι, ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., «ξεσπάνω», [[κάμνω]] νὰ «ξεσπάσῃ», [[νεφέλη]] ὄμβρον ἐκρήξει Πλουτ. Φάβ. 12· εὐθὺς ἐξέρρηξε τὴν ὀργὴν Λουκ. περὶ Διαβολ. 23. - Παθ., ἐπὶ φύματος, σπῶ, ἀνοίγω, Ἡρόδ. 3. 133. πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐξορμῶ, [[ἔνθεν]] ἐκραγήσονται ποταμοὶ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 367· ἐπὶ ἔριδος, ἐς [[μέσον]] ἐξερράγη, ἐξερράγη ἐν τῷ φανερῷ, Ἡρόδ. 8. 74· ἐπὶ προσώπων, «ξεσπῶ» [[ἐναντίον]] τινός, οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτὸν ὁ αὐτ. 6. 129. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., οὔ ποτ’ ἐκρήξει [[μάχη]] Σοφ. Αἴ. 775· ἐκρήξας … [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 14.
|lstext='''ἐκρήγνυμι''': μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω, [[διατέμνω]], [[κάμνω]] νὰ σπάσῃ, νευρὴν δ’ ἐξέρρηξε νεόστροφον Ἰλ. Ο. 469· [[μετὰ]] γεν., [[ὕδωρ]] ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, τὸ [[ὕδωρ]] ἐξέκοψε [[μέρος]] τι ἐκ τῆς ὁδοῦ, Ἰλ. Ψ. 421. - Παθ., θραύομαι, διαρρήγνυμαι, ἐπὶ τόξων, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν Ἡρόδ. 2. 173· ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζομαι, ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., «ξεσπάνω», [[κάμνω]] νὰ «ξεσπάσῃ», [[νεφέλη]] ὄμβρον ἐκρήξει Πλουτ. Φάβ. 12· εὐθὺς ἐξέρρηξε τὴν ὀργὴν Λουκ. περὶ Διαβολ. 23. - Παθ., ἐπὶ φύματος, σπῶ, ἀνοίγω, Ἡρόδ. 3. 133. πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐξορμῶ, [[ἔνθεν]] ἐκραγήσονται ποταμοὶ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 367· ἐπὶ ἔριδος, ἐς [[μέσον]] ἐξερράγη, ἐξερράγη ἐν τῷ φανερῷ, Ἡρόδ. 8. 74· ἐπὶ προσώπων, «ξεσπῶ» [[ἐναντίον]] τινός, οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτὸν ὁ αὐτ. 6. 129. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., οὔ ποτ’ ἐκρήξει [[μάχη]] Σοφ. Αἴ. 775· ἐκρήξας … [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκρήξω, <i>ao.</i> ἐξέρρηξα;<br /><i>Pass. f.</i> [[ἐκραγήσομαι]], <i>ao.2</i> ἐξερράγην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire éclater, rompre : νευρήν IL la corde (d’un arc) ; [[ὕδωρ]] ἐξέρρηξεν ὁδοῖο IL l’eau creva une partie de la route ; <i>Pass.</i> se rompre, éclater, s’élancer avec impétuosité ; <i>fig.</i> ἐξερράγη [[εἰς]] τὸ μέσον HDT (la querelle) éclata en public ; ἐκραγῆναι ἔς τινα HDT éclater, s’emporter avec violence contre qqn;<br /><b>2</b> projeter en se rompant, projeter avec force : ὄμβρον PLUT la pluie ; <i>fig.</i> ὀργήν LUC faire éclater sa colère;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> éclater, se rompre, se changer en déroute <i>en parl. d’un combat</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}