Anonymous

ἐκκαλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκᾰλέω''': μέλλ. -έσω καὶ ἐκκαλῶ, καλῶ ἔξω προσκαλῶ τινα νὰ ἐξέλθῃ, Ὅμ. Ἡρόδ., κτλ.˙ τινὰ δόμων Εὐρ. Βάκχ. 170˙ ἔνθοδεν Λυσ. 97. 8. ΙΙ. Μέσ., καλῶ ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, Ὁδ. Ω. 1, Ἡροδ. 8. 79, Σοφ. Φ. 1264. 2) [[προκαλῶ]], Λατ. provoco, [[δάκρυον]] ἐκκαλεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 270˙ ὀργὴν Αἰσχίν. 28. 11˙ [[ἴσως]] ἂν ἐκκαλέσαιθ’ ὑμᾶς Δημ. 52. 16, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 288D˙ λιμὸν ἐκκ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23. 3) μετ’ ἀπαρ. προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Τρ. 1207, πρβλ. Πολύβ. 3. 51, 11˙ ἐκκ. τινὰ [[πρός]] τι Τίμ. Λοκρ. 104Β.
|lstext='''ἐκκᾰλέω''': μέλλ. -έσω καὶ ἐκκαλῶ, καλῶ ἔξω προσκαλῶ τινα νὰ ἐξέλθῃ, Ὅμ. Ἡρόδ., κτλ.˙ τινὰ δόμων Εὐρ. Βάκχ. 170˙ ἔνθοδεν Λυσ. 97. 8. ΙΙ. Μέσ., καλῶ ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, Ὁδ. Ω. 1, Ἡροδ. 8. 79, Σοφ. Φ. 1264. 2) [[προκαλῶ]], Λατ. provoco, [[δάκρυον]] ἐκκαλεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 270˙ ὀργὴν Αἰσχίν. 28. 11˙ [[ἴσως]] ἂν ἐκκαλέσαιθ’ ὑμᾶς Δημ. 52. 16, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 288D˙ λιμὸν ἐκκ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23. 3) μετ’ ἀπαρ. προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Τρ. 1207, πρβλ. Πολύβ. 3. 51, 11˙ ἐκκ. τινὰ [[πρός]] τι Τίμ. Λοκρ. 104Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> appeler au dehors, acc.;<br /><b>2</b> faire appel à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκκαλέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> appeler à soi;<br /><b>2</b> appeler au dehors;<br /><b>3</b> invoquer, acc.;<br /><b>4</b> provoquer à sortir ; <i>fig.</i> ἐκκ. [[δάκρυον]] ESCHL provoquer les larmes ; ὀργήν ESCHN exciter la colère ; θορύβους ESCHN exciter du tumulte ; ἐκκ. τινα exciter qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καλέω]].
}}
}}