Anonymous

ἐκπαίδευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπαίδευμα''': τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, [[τέκνον]], σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.
|lstext='''ἐκπαίδευμα''': τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, [[τέκνον]], σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourrisson, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπαιδεύω]].
}}
}}