3,274,919
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκλείω''': Ἰων. [[ἐκκληΐω]], Ἀττ. [[ἐκκλῄω]]: μέλλ. Ἀττ. -[[κλῄσω]] Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, [[μετὰ]] γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον [[ἄλλοσε]] στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., [[ἀποκλείω]], [[ἤτοι]] δὲν [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἔχῃ [[μέρος]] ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι [[ἕνεκα]] ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32. | |lstext='''ἐκκλείω''': Ἰων. [[ἐκκληΐω]], Ἀττ. [[ἐκκλῄω]]: μέλλ. Ἀττ. -[[κλῄσω]] Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, [[μετὰ]] γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον [[ἄλλοσε]] στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., [[ἀποκλείω]], [[ἤτοι]] δὲν [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἔχῃ [[μέρος]] ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι [[ἕνεκα]] ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> exclure, interdire l’entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;<br /><b>2</b> empêcher, interdire : [[τι]] qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κλείω]]. | |||
}} | }} |