Anonymous

ἐκπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπέμπω''': μέλλ. -ψω: Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀπομακρύνω, [[ἀπάγω]] ἔκ τινος μέρους, [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ὅπως]] Πρίαμον βασιλῆα [[νηῶν]] ἐκπέμψειε Ἰλ. Ω. 681· [[ἐκδιώκω]], [[ὅστις]] σε... δώματος ἐκπέμψῃσι Ὀδ. Σ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 281, Σοφ. Ἠλ. 1128· [[ὡσαύτως]], ἐκπ. ἐκ..., Ἰσοκρ. 131Β, Πλάτ. κλ.: - Μέσ., δόμου ἐκπέμψασθε [[θύραζε]] Ὀδ. Υ. 361, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 612, κτλ. 2) καλῶ ἔξω, προσκαλῶ, καί σ’ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν τοῦδ’ οὕνεκ’ ἐξέπεμπον, δι’ αὐτὸ σ’ ἐφώναξα ἔξω, Σοφ. Ἀντ. 19· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ο. Τ. 951: - Παθ., [[ἐξέρχομαι]], ἀναχωρῶ, Ο. Κ. 1664. 3) [[ἀποστέλλω]], [[ἐξαποστέλλω]], οἰκήτορας, πρέσβεις, στρατιὰν Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἐκπ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 30· ἐκπ. ἀποικίας, [[οἷον]] σμήνη μελιττῶν Πλάτ. Πολιτ. 293D, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 15. 4) [[ἐξαποστέλλω]], ἐς Μυτιλήνην αὐτὸν ἐκπέμπουσι Ἡρόδ. 1. 160· καί μ’ ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην ἄτιμον ἐξέπεμψεν Σοφ. Ο. Τ. 789· καθάρμαθ’ ὥς τις ἐκπέμψας Αἰσχύλ. Χο. 98· παρὰ πεζογράφοις, [[διαζεύγνυμαι]], ἐκπ. γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 59, Λυσ. 142. 9, Δημ. 1364. 3: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, γῆς φυγάδας ἐκπέμψασθαι Σοφ. Ο. Τ. 309, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 956D. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[στέλλω]] ἔξω, [[στέλλω]] εἰς ξένην χώραν, εἰς ξένους ἀνθρώπους, ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..., ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ; Ἰλ. Ω. 381· δῶρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· σῖτόν τινι Θουκ. 4. 16. 2) ἐπὶ προϊόντων ἢ ἐμπορευμάτων [[κάμνω]] ἐξαγωγήν, [[ἐξάγω]], ἐκπ. ὧν ἐπλεόναζον Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι [[αὐτόθι]] 7. 6, 4. 3) [[ἐκπέμπω]], [[σέλας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 281· [[πνεῦμα]], ὑγρόν, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ.· δυσοσμίαν Ἀλκίφρων 3. 28.
|lstext='''ἐκπέμπω''': μέλλ. -ψω: Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀπομακρύνω, [[ἀπάγω]] ἔκ τινος μέρους, [[μετὰ]] γεν. τόπου, [[ὅπως]] Πρίαμον βασιλῆα [[νηῶν]] ἐκπέμψειε Ἰλ. Ω. 681· [[ἐκδιώκω]], [[ὅστις]] σε... δώματος ἐκπέμψῃσι Ὀδ. Σ. 336, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 281, Σοφ. Ἠλ. 1128· [[ὡσαύτως]], ἐκπ. ἐκ..., Ἰσοκρ. 131Β, Πλάτ. κλ.: - Μέσ., δόμου ἐκπέμψασθε [[θύραζε]] Ὀδ. Υ. 361, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 612, κτλ. 2) καλῶ ἔξω, προσκαλῶ, καί σ’ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν τοῦδ’ οὕνεκ’ ἐξέπεμπον, δι’ αὐτὸ σ’ ἐφώναξα ἔξω, Σοφ. Ἀντ. 19· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ο. Τ. 951: - Παθ., [[ἐξέρχομαι]], ἀναχωρῶ, Ο. Κ. 1664. 3) [[ἀποστέλλω]], [[ἐξαποστέλλω]], οἰκήτορας, πρέσβεις, στρατιὰν Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἐκπ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 30· ἐκπ. ἀποικίας, [[οἷον]] σμήνη μελιττῶν Πλάτ. Πολιτ. 293D, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 15. 4) [[ἐξαποστέλλω]], ἐς Μυτιλήνην αὐτὸν ἐκπέμπουσι Ἡρόδ. 1. 160· καί μ’ ὁ Φοῖβος ὧν μὲν ἱκόμην ἄτιμον ἐξέπεμψεν Σοφ. Ο. Τ. 789· καθάρμαθ’ ὥς τις ἐκπέμψας Αἰσχύλ. Χο. 98· παρὰ πεζογράφοις, [[διαζεύγνυμαι]], ἐκπ. γυναῖκα Ἡρόδ. 1. 59, Λυσ. 142. 9, Δημ. 1364. 3: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, γῆς φυγάδας ἐκπέμψασθαι Σοφ. Ο. Τ. 309, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 956D. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[στέλλω]] ἔξω, [[στέλλω]] εἰς ξένην χώραν, εἰς ξένους ἀνθρώπους, ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..., ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ; Ἰλ. Ω. 381· δῶρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· σῖτόν τινι Θουκ. 4. 16. 2) ἐπὶ προϊόντων ἢ ἐμπορευμάτων [[κάμνω]] ἐξαγωγήν, [[ἐξάγω]], ἐκπ. ὧν ἐπλεόναζον Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι [[αὐτόθι]] 7. 6, 4. 3) [[ἐκπέμπω]], [[σέλας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 281· [[πνεῦμα]], ὑγρόν, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 1, κ. ἀλλ.· δυσοσμίαν Ἀλκίφρων 3. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκπέμψω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> envoyer hors de :<br /><b>1</b> faire sortir de : τινα [[νηῶν]] IL, τινα δώματος OD envoyer qqn hors des navires, d’une maison;<br /><b>2</b> renvoyer, chasser : τινα ἄτιμον SOPH qqn honteusement ; γυναῖκα HDT répudier une femme;<br /><b>3</b> envoyer au dehors : πρέσβεις THC, στρατιάν THC des ambassadeurs, une expédition ; σῖτόν τινι THC des vivres à qqn;<br /><b>II.</b> faire sortir en appelant, appeler hors de;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκπέμπομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire sortir;<br /><b>2</b> chasser, bannir;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s’éloigner, partir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πέμπω]].
}}
}}