3,274,498
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκούσιος''': -α, -ον, Σοφ. Τρ. 727. 1123, κτλ.· [[ὡσαύτως]] -ος, ον, Σοφ. Φ. 1318, Εὐρ. Ἱκ. 151, Ἀντιφῶν 1166. 37, Θουκ. 6. 44, κτλ.: ([[ἑκών]]): - ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ πράξεων, [[ἐθελούσιος]], [[αὐτοκέλευστος]], [[βλάβη]] Σοφ. Φ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φυγὴ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[ἁμάρτημα]] Ἀντιφῶν 140. 20, κτλ.· ἑκουσίων ξυμβολαίων Πλάτ. Πολ. 556Α· ἑκουσίας πράξεις [[αὐτόθι]] 603C κ. ἀλλ.· ἀδικήματα ὁ αὐτ. Νόμ. 860Ε, κ. ἀλλ., κτλ.: - τὰ ἑκούσια, ἑκούσιαι πράξεις, θεληματικαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀκούσια· τί δέ;... οὐ δοκεῖ σοι τῶν τοιούτων διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1· - ἑκούσιόν ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., Διον. Ἁλ. 10. 27. 2) σπανίως, ὡς τὸ ἑκὼν ἐπὶ προσώπων, ἐνεργῶν ἐξ ἐλευθέρας θελήσεως, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Σοφ. Τρ. 1123· ἐκ. ἀποθανεῖν Θουκ. 1. 138. ΙΙ. ἐπίρρ. -ίως, Εὐρ. Τρ. 1037, κτλ.· οὕτω καὶ ἑκουσίῳ τρόπῳ Εὐρ. Μήδ. 751· ἐξ ἑκουσίας (ἐνν. γνώμης) Σοφ. Τρ. 727· καθ’ ἑκουσίαν Θουκ. 8. 27· ἀλλὰ τὸ ἑκουσίᾳ [[εἶναι]] ἀμφίβ., Βουττμ. ἐν Δημ. κατὰ Μειδ. 527. 27. | |lstext='''ἑκούσιος''': -α, -ον, Σοφ. Τρ. 727. 1123, κτλ.· [[ὡσαύτως]] -ος, ον, Σοφ. Φ. 1318, Εὐρ. Ἱκ. 151, Ἀντιφῶν 1166. 37, Θουκ. 6. 44, κτλ.: ([[ἑκών]]): - ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ πράξεων, [[ἐθελούσιος]], [[αὐτοκέλευστος]], [[βλάβη]] Σοφ. Φ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φυγὴ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[ἁμάρτημα]] Ἀντιφῶν 140. 20, κτλ.· ἑκουσίων ξυμβολαίων Πλάτ. Πολ. 556Α· ἑκουσίας πράξεις [[αὐτόθι]] 603C κ. ἀλλ.· ἀδικήματα ὁ αὐτ. Νόμ. 860Ε, κ. ἀλλ., κτλ.: - τὰ ἑκούσια, ἑκούσιαι πράξεις, θεληματικαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀκούσια· τί δέ;... οὐ δοκεῖ σοι τῶν τοιούτων διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1· - ἑκούσιόν ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., Διον. Ἁλ. 10. 27. 2) σπανίως, ὡς τὸ ἑκὼν ἐπὶ προσώπων, ἐνεργῶν ἐξ ἐλευθέρας θελήσεως, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Σοφ. Τρ. 1123· ἐκ. ἀποθανεῖν Θουκ. 1. 138. ΙΙ. ἐπίρρ. -ίως, Εὐρ. Τρ. 1037, κτλ.· οὕτω καὶ ἑκουσίῳ τρόπῳ Εὐρ. Μήδ. 751· ἐξ ἑκουσίας (ἐνν. γνώμης) Σοφ. Τρ. 727· καθ’ ἑκουσίαν Θουκ. 8. 27· ἀλλὰ τὸ ἑκουσίᾳ [[εἶναι]] ἀμφίβ., Βουττμ. ἐν Δημ. κατὰ Μειδ. 527. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui agit volontairement : ἑκούσιον ἀποθανεῖν THC mourir volontairement;<br /><b>2</b> qu’on fait volontairement, volontaire (action, faute, injustice, <i>etc.</i>) ; τὰ ἑκούσια les actes volontaires ; [[ἐξ]] ἑκουσίας (<i>s.e.</i> γνώμης) SOPH, καθ’ ἑκουσίαν THC volontairement.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκών]]. | |||
}} | }} |