ἐκκλύζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἐκπλύνω]], διὰ πλύσεως ἀφαιρῶ, Λατ. eluo, τὴν βαφὴν Πλάτ. Πολ. 430Α· ― ἐκκλ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Στράβων 235· ― καὶ διορθωθὲν ἐν 213, ἀντὶ εἰσκλ-: Παθ., Ἱππ. 414, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.
|lstext='''ἐκκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἐκπλύνω]], διὰ πλύσεως ἀφαιρῶ, Λατ. eluo, τὴν βαφὴν Πλάτ. Πολ. 430Α· ― ἐκκλ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Στράβων 235· ― καὶ διορθωθὲν ἐν 213, ἀντὶ εἰσκλ-: Παθ., Ἱππ. 414, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.
}}
{{bailly
|btext=effacer en lavant, laver.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κλύζω]].
}}
}}