3,276,901
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτρωμα''': τό, = «[[παιδίον]] νεκρὸν ἄωρον» Ἡσύχ.· [[βρέφος]] προώρως γεννώμενον, [[ἐξάμβλωμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 4, Ἑβδ. (Ἰώβ 3. 16, κ. ἀλλ.)· μεταφ. ἐπὶ ταπεινωτικῆς ἐκφράσεως, πρὸς Κοριν. Α΄, Ἐπιστ. ιε΄, 8, Φίλων 1. 59· ἐπὶ περιφρονήσεως, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 515, 7. 507. | |lstext='''ἔκτρωμα''': τό, = «[[παιδίον]] νεκρὸν ἄωρον» Ἡσύχ.· [[βρέφος]] προώρως γεννώμενον, [[ἐξάμβλωμα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 4, Ἑβδ. (Ἰώβ 3. 16, κ. ἀλλ.)· μεταφ. ἐπὶ ταπεινωτικῆς ἐκφράσεως, πρὸς Κοριν. Α΄, Ἐπιστ. ιε΄, 8, Φίλων 1. 59· ἐπὶ περιφρονήσεως, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 515, 7. 507. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />fruit avorté, avorton.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτιτρώσκω]]. | |||
}} | }} |