Anonymous

ἐκπυέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπῡέω''': ἐμπυάζω, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 956, πρβλ. Προγν. 41. 40, 1002C· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1257. Ἐντεῦθεν ἐκπύημα, τό, [[ἕλκος]] σχηματίσαν πῦον, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Προγν. 41· ἐκπύησις, ἡ, «ἔμπυασμα», ὁ αὐτ. Ἀφ. 1259, κτλ.· ἐκπυητικός, ή, όν, ὁ παράγων πῦον, ἔμπυον, [[αὐτόθι]] 1253.
|lstext='''ἐκπῡέω''': ἐμπυάζω, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 956, πρβλ. Προγν. 41. 40, 1002C· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1257. Ἐντεῦθεν ἐκπύημα, τό, [[ἕλκος]] σχηματίσαν πῦον, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Προγν. 41· ἐκπύησις, ἡ, «ἔμπυασμα», ὁ αὐτ. Ἀφ. 1259, κτλ.· ἐκπυητικός, ή, όν, ὁ παράγων πῦον, ἔμπυον, [[αὐτόθι]] 1253.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> convertir en pus, faire suppurer;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> suppurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πύον]].
}}
}}