Anonymous

ἐλαττωτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαττωτικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν νὰ λάβῃ ὀλιγώτερα, μὴ ἐπιμένων εἰς τὰ πλήρη [[αὐτοῦ]] δικαιώματα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9., 5. 10, 8˙ ἐλ. [[ἑαυτοῦ]] Ἀντων. 5. 15.
|lstext='''ἐλαττωτικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν νὰ λάβῃ ὀλιγώτερα, μὴ ἐπιμένων εἰς τὰ πλήρη [[αὐτοῦ]] δικαιώματα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9., 5. 10, 8˙ ἐλ. [[ἑαυτοῦ]] Ἀντων. 5. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enclin à prendre moins que son dû, à ne pas user de tout son droit ; ἐλαττωτικὸς [[ἑαυτοῦ]] M.ANT enclin à s’amoindrir, à se diminuer soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλασσόω]].
}}
}}