Anonymous

ἐκσείω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσείω''': [[σείω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[ἐκτινάσσω]], περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· ἐκσ. τὴν ἐσθῆτα, [[τινάσσω]] τὸ φόρεμά μου, Πλουτ. Ἀντών. 79: - Παθ., ἐκσέσεισται (ἐνν. ὁ [[τρίβων]]) Ἀριστοφ. Ἀχ. 343. ΙΙ. [[ἐξάγω]], ἀπομακρύνω, Λατ. excutere, τούτων... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων [[δόξα]] Πλουτ. Ἀντών. 14· ἐκσ. τὴν ἀπολογίαν, ἀπορρίπτειν, Διόδ. 18. 66.
|lstext='''ἐκσείω''': [[σείω]] πρὸς τὰ ἔξω, [[ἐκτινάσσω]], περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· ἐκσ. τὴν ἐσθῆτα, [[τινάσσω]] τὸ φόρεμά μου, Πλουτ. Ἀντών. 79: - Παθ., ἐκσέσεισται (ἐνν. ὁ [[τρίβων]]) Ἀριστοφ. Ἀχ. 343. ΙΙ. [[ἐξάγω]], ἀπομακρύνω, Λατ. excutere, τούτων... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων [[δόξα]] Πλουτ. Ἀντών. 14· ἐκσ. τὴν ἀπολογίαν, ἀπορρίπτειν, Διόδ. 18. 66.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> arracher en secouant;<br /><b>2</b> détacher en ébranlant : [[τῶν]] λογισμῶν ἐκσ. τινά PLUT ébranler qqn et le faire renoncer à ses desseins.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σείω]].
}}
}}