Anonymous

ἐκπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπράσσω''': Ἀττι. -ττω· μέλλ. -ξω, [[πράττω]] τι ἐντελῶς, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, Λατ. efficere, τόδ’ ἐκπράξασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 582, κτλ.· τόδ’ ἐξέπραξεν [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. Πέρσ. 723· χρόνῳ ποτ’ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Σοφ. Ἀντ. 303· δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ’ Εὐρ. Ἑλ. 20 τὸν καλλίνικον... ἐξεπράξατε ἐς [[γόον]], ἐκάματε τὸ ἐπινίκιον ὕμνον νὰ λήξῃ εἰς θρῆνον, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1161. ΙΙ. δίδω [[τέλος]], «ξεκάμνω», [[φονεύω]], [[καταστρέφω]], Λατ. conficere, ως τὸ [[διεργάζομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1275, Σοφ. Ο. Κ. 1659, Εὐρ. Ἑκ. 515. ΙΙΙ. ἀπαιτῶ, εἰσπράττω, [[λαμβάνω]], [[χρέος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 472· αἵματος δίκην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43· ζημίαν Πλάτ. Νόμ. 774Ε· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., χρήματα ἐκπρ. τινὰ Θουκ. 8. 108· τοὺς [[ταμίας]] ἐκπρ. τι Πλάτ. Νόμ. 774E. - Παθ., ἔχω νὰ πληρώσω, μοὶ ἀπαιτοῦσί τι, Παυσ. 7. 12, 1. 2) τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 377 (κατὰ τὸν Jebb [[ἑρμηνευτέον]], διαπράττω, [[ἀπεργάζομαι]]), Εὐρ. Μήδ. 1305· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκπράσσεσθαι τὸν Δωριέως φόνον Ἡρόδ. 7. 158· ἐκπρ. τὸν φόνον [[πρός]] τινος [[αὐτόθι]]. - Παθ., ἐκπραχθήσῃ ὅσ’ ἔπραξας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 128.
|lstext='''ἐκπράσσω''': Ἀττι. -ττω· μέλλ. -ξω, [[πράττω]] τι ἐντελῶς, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, Λατ. efficere, τόδ’ ἐκπράξασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 582, κτλ.· τόδ’ ἐξέπραξεν [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. Πέρσ. 723· χρόνῳ ποτ’ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Σοφ. Ἀντ. 303· δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ’ Εὐρ. Ἑλ. 20 τὸν καλλίνικον... ἐξεπράξατε ἐς [[γόον]], ἐκάματε τὸ ἐπινίκιον ὕμνον νὰ λήξῃ εἰς θρῆνον, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1161. ΙΙ. δίδω [[τέλος]], «ξεκάμνω», [[φονεύω]], [[καταστρέφω]], Λατ. conficere, ως τὸ [[διεργάζομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1275, Σοφ. Ο. Κ. 1659, Εὐρ. Ἑκ. 515. ΙΙΙ. ἀπαιτῶ, εἰσπράττω, [[λαμβάνω]], [[χρέος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 472· αἵματος δίκην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43· ζημίαν Πλάτ. Νόμ. 774Ε· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., χρήματα ἐκπρ. τινὰ Θουκ. 8. 108· τοὺς [[ταμίας]] ἐκπρ. τι Πλάτ. Νόμ. 774E. - Παθ., ἔχω νὰ πληρώσω, μοὶ ἀπαιτοῦσί τι, Παυσ. 7. 12, 1. 2) τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 377 (κατὰ τὸν Jebb [[ἑρμηνευτέον]], διαπράττω, [[ἀπεργάζομαι]]), Εὐρ. Μήδ. 1305· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκπράσσεσθαι τὸν Δωριέως φόνον Ἡρόδ. 7. 158· ἐκπρ. τὸν φόνον [[πρός]] τινος [[αὐτόθι]]. - Παθ., ἐκπραχθήσῃ ὅσ’ ἔπραξας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 128.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> exécuter, achever, accomplir : [[τι]] qch ; ἐκπρ. [[ὡς]] faire en sorte que;<br /><b>2</b> tuer, détruire;<br /><b>3</b> faire payer : χρήματα ἐκπρ. τινά THC extorquer de l’argent à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκπράσσομαι faire payer : φόνον [[πρός]] τινος HDT tirer de qqn vengeance d’un meurtre ; <i>abs.</i> consommer une vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πράσσω]].
}}
}}