3,277,719
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκορίζω''': ([[κόρις]]) «ξεκοριάζω», [[φονεύω]] κοριούς, «οἱ [[κόρις]] [[ἄχρι]] κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην [[ἄχρι]] κόρου καὐτὸς τοὺς [[κόρις]] ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3. | |lstext='''ἐκκορίζω''': ([[κόρις]]) «ξεκοριάζω», [[φονεύω]] κοριούς, «οἱ [[κόρις]] [[ἄχρι]] κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην [[ἄχρι]] κόρου καὐτὸς τοὺς [[κόρις]] ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déflorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κόρη]]. | |||
}} | }} |