Anonymous

ἐκκορίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκορίζω''': ([[κόρις]]) «ξεκοριάζω», [[φονεύω]] κοριούς, «οἱ [[κόρις]] [[ἄχρι]] κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην [[ἄχρι]] κόρου καὐτὸς τοὺς [[κόρις]] ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.
|lstext='''ἐκκορίζω''': ([[κόρις]]) «ξεκοριάζω», [[φονεύω]] κοριούς, «οἱ [[κόρις]] [[ἄχρι]] κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην [[ἄχρι]] κόρου καὐτὸς τοὺς [[κόρις]] ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.
}}
{{bailly
|btext=déflorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κόρη]].
}}
}}