Anonymous

ἑλειοβάτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλειοβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ [[πλῆθος]], «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον [[ἕλος]] οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· [[ἑλώδης]] γὰρ ἡ [[Αἴγυπτος]]» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.
|lstext='''ἑλειοβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ [[πλῆθος]], «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον [[ἕλος]] οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· [[ἑλώδης]] γὰρ ἡ [[Αἴγυπτος]]» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fréquente les marécages.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλειος]], [[βαίνω]].
}}
}}