3,277,121
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλίκωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ [[εὐόφθαλμος]], ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· [[νύμφη]] Ἡσ. Θ. 298· [[Ἀφροδίτη]] Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. [[οὔτε]] ὁ θηλ. [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ. | |lstext='''ἑλίκωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ [[εὐόφθαλμος]], ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· [[νύμφη]] Ἡσ. Θ. 298· [[Ἀφροδίτη]] Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. [[οὔτε]] ὁ θηλ. [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωπος (ὁ, ἡ)<br />aux yeux mobiles <i>ou</i> vifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλίσσω]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |