ἑλίκωψ: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλίκωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ [[εὐόφθαλμος]], ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· [[νύμφη]] Ἡσ. Θ. 298· [[Ἀφροδίτη]] Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. [[οὔτε]] ὁ θηλ. [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ.
|lstext='''ἑλίκωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ [[εὐόφθαλμος]], ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· [[νύμφη]] Ἡσ. Θ. 298· [[Ἀφροδίτη]] Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. [[οὔτε]] ὁ θηλ. [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ.
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ, ἡ)<br />aux yeux mobiles <i>ou</i> vifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλίσσω]], [[ὤψ]].
}}
}}