Anonymous

ἑλίτροχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλίτροχος''': -ον, ([[ἑλίσσω]]), σύριγγες... ἑλίτροχοι, «περὶ ἃς ἑλίσσονται οἱ τροχοί» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 205.
|lstext='''ἑλίτροχος''': -ον, ([[ἑλίσσω]]), σύριγγες... ἑλίτροχοι, «περὶ ἃς ἑλίσσονται οἱ τροχοί» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 205.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait tourner des roues.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλίσσω]], [[τροχός]].
}}
}}