Anonymous

εὐμετάπειστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμετάπειστος''': -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
|lstext='''εὐμετάπειστος''': -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d’avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]].
}}
}}