3,274,873
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτείνω''': [[ἐκτείνω]] ἐμπρός, [[προβάλλω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ [[ναυτίλος]] πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., [[προβάλλω]] ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. [[τείνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, [[μάλιστα]] ὡς [[ἱκέτης]], Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· [[ὡσαύτως]], προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ [[μακράν]], προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]] [[[ἄκρα]]] ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) [[προβάλλω]], [[προτείνω]], Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· [[κέρδος]] πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· [[δέλεαρ]] πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) [[προβάλλω]] ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, [[προτείνω]], [[προβάλλω]], Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. [[προβάλλω]] ὡς πρότασιν ([[πρότασις]] ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι». | |lstext='''προτείνω''': [[ἐκτείνω]] ἐμπρός, [[προβάλλω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ [[ναυτίλος]] πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., [[προβάλλω]] ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. [[τείνω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, [[μάλιστα]] ὡς [[ἱκέτης]], Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· [[ὡσαύτως]], προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ [[μακράν]], προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]] [[[ἄκρα]]] ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) [[προβάλλω]], [[προτείνω]], Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· [[κέρδος]] πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· [[δέλεαρ]] πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) [[προβάλλω]] ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, [[προτείνω]], [[προβάλλω]], Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. [[προβάλλω]] ὡς πρότασιν ([[πρότασις]] ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προτενῶ, <i>ao.</i> προὔτεινα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> tendre en avant, allonger : δεξίαν SOPH tendre la main pour confirmer une promesse;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> exposer : ψυχήν SOPH sa vie;<br /><b>2</b> mettre en avant, proposer (un gain, une espérance, <i>etc.</i>) acc. : [[δέλεαρ]] προτείνειν τὴν ἡδονήν PLUT offrir comme amorce le plaisir ; προτείνειν τινί avec un. inf. : proposer à qqn de ; proposer (une recherche, une question, <i>etc.</i>), acc.;<br /><b>3</b> mettre en avant, alléguer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτείνομαι (<i>f.</i> προτενοῦμαι) tr;<br /><b>1</b> tendre en avant (la main comme suppliant) acc. ; mettre en avant, proposer, offrir, acc.;<br /><b>2</b> prétendre <i>ou</i> réclamer pour soi : μισθόν HDT comme récompense.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τείνω]]. | |||
}} | }} |