Anonymous

ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεφαντόκωπος''': -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· [[ξίφη]] Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.
|lstext='''ἐλεφαντόκωπος''': -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· [[ξίφη]] Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à poignée d’ivoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέφας]], [[κώπη]].
}}
}}