Anonymous

ἐμβρόντητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβρόντητος''': -ον, ὑπὸ τῆς βροντῆς πληγείς, [[ἔκθαμβος]], παραπεπληγμένος τὴν διάνοιαν, μαινόμενος, Λατ. attonitus, ἐμβρ. ποιεῖν τινα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 12˙ ὦμβρόντητε σύ, ἠλίθιε σύ, «χαμένο κορμί», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 793˙ ἐγένετ’ ἐμβρ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 44˙ ἠλιθίους καὶ ἐμβρ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 240C˙ ἐμβρόντητε, τί νῦν λέξεις, Δημ. 308. 5.
|lstext='''ἐμβρόντητος''': -ον, ὑπὸ τῆς βροντῆς πληγείς, [[ἔκθαμβος]], παραπεπληγμένος τὴν διάνοιαν, μαινόμενος, Λατ. attonitus, ἐμβρ. ποιεῖν τινα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 12˙ ὦμβρόντητε σύ, ἠλίθιε σύ, «χαμένο κορμί», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 793˙ ἐγένετ’ ἐμβρ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 44˙ ἠλιθίους καὶ ἐμβρ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 240C˙ ἐμβρόντητε, τί νῦν λέξεις, Δημ. 308. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé de la foudre ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> frappé de stupeur;<br /><b>2</b> qui a l’esprit égaré, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβροντάομαι]].
}}
}}