3,277,700
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπηδάω''': μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἴς τινα, τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρὶ Ἡρόδ. 3. 32. 2) ἐμπ. εἰς..., πηδῶ εἴς τι, ἢ [[ἐντός]] τινος, ἐς τὴν ναῦν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, πρβλ. Πολύβ. 12. 9, 4. 3) ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ., ἐμπηδήσας... ὑπερεμπίπλαται ἔτνους τινὸς ἢ ταρίχους, ὁρμᾷ... καὶ γεμίζει τὴν κοιλίαν του μὲ..., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20. | |lstext='''ἐμπηδάω''': μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἴς τινα, τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρὶ Ἡρόδ. 3. 32. 2) ἐμπ. εἰς..., πηδῶ εἴς τι, ἢ [[ἐντός]] τινος, ἐς τὴν ναῦν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, πρβλ. Πολύβ. 12. 9, 4. 3) ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ., ἐμπηδήσας... ὑπερεμπίπλαται ἔτνους τινὸς ἢ ταρίχους, ὁρμᾷ... καὶ γεμίζει τὴν κοιλίαν του μὲ..., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> bondir dans, τινι;<br /><b>2</b> s’élancer sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πηδάω]]. | |||
}} | }} |