Anonymous

ἐμβαθύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβᾰθύνω''': [[κάμνω]] τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· [[κάμνω]] τι νὰ ὑπάγῃ εἰς [[βάθος]], ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., [[εἰσέρχομαι]] βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
|lstext='''ἐμβᾰθύνω''': [[κάμνω]] τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· [[κάμνω]] τι νὰ ὑπάγῃ εἰς [[βάθος]], ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., [[εἰσέρχομαι]] βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=rendre profond, creuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βαθύνω]].
}}
}}