Anonymous

ἔλυτρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλυτρον''': τό, ([[ἐλύω]]) = [[κάλυμμα]], [[περικάλυμμα]], ὡς, 1) ἡ [[θήκη]] δόρατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1120· τὸ [[περικάλυμμα]] ἀσπίδος, Διόδ. 20. 11. 2) τὸ ἐπικάλυμμα τῶν πτερῶν κανθάρου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 4. 12., 4. 7, 8· τὸ [[ὄστρακον]] καρκίνου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 43· ἐπὶ βλεφάρων Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 12, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 6. 3) τὸ [[περικάλυμμα]] σπόρων, Διοσκ. 2. 111. 4) τὸ [[σῶμα]] ὡς ὃν τὸ [[περικάλυμμα]] τῆς ψυχῆς, Πλάτ. Πολ. 588Ε, ποιητὴς παρὰ Λουκ. ἐν Δημών. 44. 5) [[μέρος]] πρὸς συναγωγὴν ὕδατος, [[δεξαμενή]], Ἡρόδ. 1. 185., 4. 173, Παυσ. 2. 27., 7, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἔλυτρον''': τό, ([[ἐλύω]]) = [[κάλυμμα]], [[περικάλυμμα]], ὡς, 1) ἡ [[θήκη]] δόρατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1120· τὸ [[περικάλυμμα]] ἀσπίδος, Διόδ. 20. 11. 2) τὸ ἐπικάλυμμα τῶν πτερῶν κανθάρου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 4. 12., 4. 7, 8· τὸ [[ὄστρακον]] καρκίνου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 43· ἐπὶ βλεφάρων Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 12, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 6. 3) τὸ [[περικάλυμμα]] σπόρων, Διοσκ. 2. 111. 4) τὸ [[σῶμα]] ὡς ὃν τὸ [[περικάλυμμα]] τῆς ψυχῆς, Πλάτ. Πολ. 588Ε, ποιητὴς παρὰ Λουκ. ἐν Δημών. 44. 5) [[μέρος]] πρὸς συναγωγὴν ὕδατος, [[δεξαμενή]], Ἡρόδ. 1. 185., 4. 173, Παυσ. 2. 27., 7, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> enveloppe, étui, fourreau;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> tout ce qui sert d’enveloppe;<br /><b>1</b> le corps considéré comme enveloppe de l’âme;<br /><b>2</b> écale de l’écrevisse;<br /><b>3</b> réservoir pour l’eau, citerne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλύω]].
}}
}}