Anonymous

ἐμπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπήγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -πήξω· ― ἐμπήγω, μ. δοτ., μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Ε. 40· μεταφ., ἐνέπαξαν [[ἕλκος]]... ἑᾷ... καρδίᾳ Πινδ. II. 2. 168· [[ὡσαύτως]], ἐμπ. τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. Προβλ. 8. 2, 3· ὀδόντα εἴς τινα Ἀνθ. Π. 5. 266, πρβλ. 11. 374. ― Παθ. μετ’ ἐνεργ. πρκμ. καὶ ὑπερσ., [[λόγχη]] τις ἐμπέπληγέ μοι δι’ ὀστέων, μοὶ [[εἶναι]] ἐμπεπηγμένη εἰς τὰ κόκκαλα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226· ἓν τί σοι παγήσεται ὁ αὐτ. Σφ. 437· ἀπολ., Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3· μεταφ., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν, προσηλοῦμαι εἰς τὸ διακονεῖν, καθίσταμαι ὑπηρετικώτατος, ἕτοιμος εἰς τὰς διαταγάς τινος, Λατ. defixus sum in..., Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 25. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2. ― Παθ., πήγνυμαι, παγώνω, [[αὐτόθι]] 1. 22, 7.
|lstext='''ἐμπήγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -πήξω· ― ἐμπήγω, μ. δοτ., μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν Ἰλ. Ε. 40· μεταφ., ἐνέπαξαν [[ἕλκος]]... ἑᾷ... καρδίᾳ Πινδ. II. 2. 168· [[ὡσαύτως]], ἐμπ. τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. Προβλ. 8. 2, 3· ὀδόντα εἴς τινα Ἀνθ. Π. 5. 266, πρβλ. 11. 374. ― Παθ. μετ’ ἐνεργ. πρκμ. καὶ ὑπερσ., [[λόγχη]] τις ἐμπέπληγέ μοι δι’ ὀστέων, μοὶ [[εἶναι]] ἐμπεπηγμένη εἰς τὰ κόκκαλα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226· ἓν τί σοι παγήσεται ὁ αὐτ. Σφ. 437· ἀπολ., Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 3· μεταφ., ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν, προσηλοῦμαι εἰς τὸ διακονεῖν, καθίσταμαι ὑπηρετικώτατος, ἕτοιμος εἰς τὰς διαταγάς τινος, Λατ. defixus sum in..., Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 25. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2. ― Παθ., πήγνυμαι, παγώνω, [[αὐτόθι]] 1. 22, 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐμπήξω, <i>ao.</i> [[ἐνέπηξα]], <i>pf.</i> ἐμπέπηγα;<br /><i>Pass. f.</i> ἐμπαγήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἐνεπάγην]] &gt; <i>part.</i> [[ἐμπαγείς]];<br />ficher dans, enfoncer dans ; <i>Pass.</i> être fiché dans, τινι ; <i>pf.</i> ἐμπέπηγα <i>au sens Pass.</i>, être fiché, enfoncé dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
}}
}}