3,277,206
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔλλοψ''': -οπος, [[ἄφθογγος]], [[ἄφωνος]], ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἰχθύων, ἔλλοπας ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212 (καλοῦνται δὲ καὶ ἄναυδοι ὑπὸ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 578)˙ [[ἔλλοπος]] μυνδοῦ δίκαν Λυκόφρ. 1375: - [[ὡσαύτως]] [[ἔλλοπος]], ὁ, Ἐμπεδ. 12 ([[μετὰ]] πολλῶν δι. γραφ.)˙ - [[ὡσαύτως]] ἐλλός, ἐλλοῑς ἰχθύσιν Σοφ. Αἴ. 1279˙ ἰχθύες ἐλλοὶ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 277D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἔλλοψ]], ὁ, ὁ [[ἄφωνος]], δηλ. ὁ ἰχθύς, Νικ. Ἀλεξιφ. 481, Λυκόφρ. 598˙ [[ὡσαύτως]] θηλ., Λυκόφρ. 796. 2) [[ἄγνωστος]] τις [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 13. 8., 15. 14, Ἀθην., κτλ.˙ γράφεται καὶ [[ἔλοψ]], Ἐπίχ. 48 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α˙ καὶ (ἐπὶ ὄφεως) Νικ. Θ. 490. - Περὶ [[ἔλλοπος]] ἐν γένει ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτει σ. 84. | |lstext='''ἔλλοψ''': -οπος, [[ἄφθογγος]], [[ἄφωνος]], ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἰχθύων, ἔλλοπας ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212 (καλοῦνται δὲ καὶ ἄναυδοι ὑπὸ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 578)˙ [[ἔλλοπος]] μυνδοῦ δίκαν Λυκόφρ. 1375: - [[ὡσαύτως]] [[ἔλλοπος]], ὁ, Ἐμπεδ. 12 ([[μετὰ]] πολλῶν δι. γραφ.)˙ - [[ὡσαύτως]] ἐλλός, ἐλλοῑς ἰχθύσιν Σοφ. Αἴ. 1279˙ ἰχθύες ἐλλοὶ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 277D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἔλλοψ]], ὁ, ὁ [[ἄφωνος]], δηλ. ὁ ἰχθύς, Νικ. Ἀλεξιφ. 481, Λυκόφρ. 598˙ [[ὡσαύτως]] θηλ., Λυκόφρ. 796. 2) [[ἄγνωστος]] τις [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 13. 8., 15. 14, Ἀθην., κτλ.˙ γράφεται καὶ [[ἔλοψ]], Ἐπίχ. 48 Ahr., Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Α˙ καὶ (ἐπὶ ὄφεως) Νικ. Θ. 490. - Περὶ [[ἔλλοπος]] ἐν γένει ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτει σ. 84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οπος;<br /><i>adj.</i><br /><i>s’applique uniquement au poisson, soit</i> « porteur d’écailles », <i>soit</i> « muet » .<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐν]], [[λοπός]]. | |||
}} | }} |