3,240,908
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπρόθεσμος''': -ον, ὁ ἔξω τῆς προθεσμίας, τοῦ ὀφλήματος, τοῦ χρέους, Λουκ. Ἑρμότ. 80· ἐκπρ. τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν, ἑπτὰ ἡμέρας ἀργότερα, ὁ αὐτ. Κρον. 2· ἐκπρ. τοῦ ἀγῶνος, ὁ ὑπερβὰς τὴν ἡλικίαν, τὴν ἁρμοδίαν δι’ ἀγῶνος, ὁ αὐτ. Ἀνάχαρ. 39· ἐκπρ. φιλοτιμήματα, τιμαὶ προσφερόμενοι ὅτε πλέον [[εἶναι]] πολὺ ἀργά, κατόπιν ἑορτῆς, ὁ αὐτ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 40· [[πένθος]] Φίλων 2. 169. | |lstext='''ἐκπρόθεσμος''': -ον, ὁ ἔξω τῆς προθεσμίας, τοῦ ὀφλήματος, τοῦ χρέους, Λουκ. Ἑρμότ. 80· ἐκπρ. τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν, ἑπτὰ ἡμέρας ἀργότερα, ὁ αὐτ. Κρον. 2· ἐκπρ. τοῦ ἀγῶνος, ὁ ὑπερβὰς τὴν ἡλικίαν, τὴν ἁρμοδίαν δι’ ἀγῶνος, ὁ αὐτ. Ἀνάχαρ. 39· ἐκπρ. φιλοτιμήματα, τιμαὶ προσφερόμενοι ὅτε πλέον [[εἶναι]] πολὺ ἀργά, κατόπιν ἑορτῆς, ὁ αὐτ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 40· [[πένθος]] Φίλων 2. 169. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui laisse passer une échéance : [[τοῦ]] ὀφλήματος LUC pour le paiement d’une dette;<br /><b>2</b> tardif, qui est en retard : [[τῶν]] ἑπτὰ ἡμερῶν LUC de sept jours ; [[τοῦ]] ἀγῶνος LUC qui a passé le temps de concourir, trop âgé pour prendre part aux jeux ; ἐκπρόθεσμα φιλοτιμήματα LUC honneurs tardifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], cf. [[προθέσμιος]]. | |||
}} | }} |