Anonymous

φερεσσακής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φερεσσᾰκής''': -ές, γεν. έος, ὡς τὸ [[φέρασπις]], ὁ φέρων [[σάκος]], ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.
|lstext='''φερεσσᾰκής''': -ές, γεν. έος, ὡς τὸ [[φέρασπις]], ὁ φέρων [[σάκος]], ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui porte un bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[σάκος]]¹.
}}
}}