Anonymous

ματαιοπονία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιοπονία''': ἡ, [[κόπος]], [[μάταιος]], Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.
|lstext='''μᾰταιοπονία''': ἡ, [[κόπος]], [[μάταιος]], Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se donner une peine inutile.<br />'''Étymologie:''' [[ματαιοπόνος]].
}}
}}