Anonymous

ἐφάπτωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφάπτωρ''': -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», [[αὐτόθι]] 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ [[ὄνομα]] [[Ἔπαφος]])· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9.
|lstext='''ἐφάπτωρ''': -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», [[αὐτόθι]] 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ [[ὄνομα]] [[Ἔπαφος]])· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9.
}}
{{bailly
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui saisit <i>ou</i> cherche à saisir, gén.;<br /><b>2</b> qui tâte, qui palpe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐφάπτω]].
}}
}}