Anonymous

μυροπώλης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς μύρων ἢ εὐωδῶν ἐλαίων, [[μυρεψός]], Λυσ. Ἀποσπ. 2, Ξεν. Συμπ. 2, 4, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.
|lstext='''μῠροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς μύρων ἢ εὐωδῶν ἐλαίων, [[μυρεψός]], Λυσ. Ἀποσπ. 2, Ξεν. Συμπ. 2, 4, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de parfums, parfumeur.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[πωλέω]].
}}
}}