Anonymous

συνεκκομίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκκομίζω''': [[ἐκκομίζω]], [[κομίζω]] ἔξω [[ὁμοῦ]], αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. [[συνεκφέρω]]. <br />ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν [[ὁμοῦ]], συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.
|lstext='''συνεκκομίζω''': [[ἐκκομίζω]], [[κομίζω]] ἔξω [[ὁμοῦ]], αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. [[συνεκφέρω]]. <br />ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν [[ὁμοῦ]], συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> emporter ensemble <i>ou</i> en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;<br /><b>2</b> aider à porter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκκομίζω]].
}}
}}