Anonymous

στονόεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στονόεις''': εσσα, εν, ([[στόνος]]) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· [[σίδαρος]] Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) [[καθόλου]], τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[ἀϋτή]], [[εὐνή]] Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· [[ὅμαδος]] Πινδ. Ι. 8 (7). 55· [[γῆρυς]] Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. [[ὄρνις]], ἡ [[ἀηδών]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε [[χώρα]] Αἰσχύλ. Πρ. 406.
|lstext='''στονόεις''': εσσα, εν, ([[στόνος]]) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· [[σίδαρος]] Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) [[καθόλου]], τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[ἀϋτή]], [[εὐνή]] Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· [[ὅμαδος]] Πινδ. Ι. 8 (7). 55· [[γῆρυς]] Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. [[ὄρνις]], ἡ [[ἀηδών]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε [[χώρα]] Αἰσχύλ. Πρ. 406.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> gémissant;<br /><b>2</b> qui fait gémir, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[στόνος]].
}}
}}