Anonymous

μάχαιρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάχαιρα''': ἡ, (ἴδε [[μάχομαι]]) [[μάχαιρα]] ἣν ἔφερον οἱ ἥρωες τῆς Ἰλιάδος παρὰ τὴν θήκην τοῦ ξίφους (ἢ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὼν αἰὲν [[ἄωρτο]]) καὶ ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς πρὸς σφαγὴν τῶν θυμάτων, Ἰλ. Γ. 271., Τ. 252· ἦτο δὲ κεχρυσωμένη καὶ ἐκρέματο ἐξ ἀργυροῦ τελαμῶνος, Σ. 597· ταύτην μετεχειρίσθη [[Μαχάων]] ὁ [[ἰατρός]], [[ὅπως]] ἀποκόψῃ [[βέλος]], Λ, 844· [[καθόλου]] [[μάχαιρα]] πρὸς κοπὴν ἢ διανομὴν [[κρεῶν]], Ἡρόδ. 2. 61, Πινδ. Ο. 1. 79, Ἀριστοφ. Ἱππ. 489· κοπὶς μαχ. Εὐρ. Κύκλ. 241· σπανίως δὲ [[μαχαίριον]] δι’ οὗ κόπτει τις τὴν εἰς αὐτὸν δοθεῖσαν μερίδα κρέατος, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 13· ([[διότι]] οἱ παλαιοὶ ἤσθιον [[ἄνευ]] μαχαρίου καὶ περονίου)· - [[μάχαιρα]] πρὸς κλάδευσιν δένδρων, [[κλαδευτήριον]], Πλάτ. Πολ. 353Α· - ἡ Δελφικὴ μ., φαίνεται ὅτι ἦτο [[εἶδος]] κοινοῦ μαχαιρίου, οὗ μόνον τὸ ἓν [[μέρος]], δηλ. ἡ κόψις ἦτο σιδηρᾶ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. Δελφικὴ μ. 2) ὡς [[ὅπλον]], βραχὺ [[ξίφος]] ἢ ἐγχειρίδιον, πρῶτον ἐν Ἡροδ. 6. 75., 7. 225, Πινδ. Ν. 4. 95, κτλ.· ἀλλὰ [[μᾶλλον]] [[ὅπλον]] δολοφόνου ἢ στρατιώτου, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 28· περὶ τῆς μαχαίρας ἣν μετεχειρίζοντο οἱ θαυματοποιοί, ἴδε ἐν λέξει [[κυβιστάω]] ἐν τέλ.· - [[μετέπειτα]] [[σπάθη]] ἢ καμπύλον [[ξίφος]], «[[πάλα]]», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐθύ, τὸ [[κυρίως]] [[ξίφος]], Ξεν. Ἱππ. 12, 11, πρβλ. Ἑλλ. 3. 3. 7, Κύρ. 1. 2, 13· ἴδε [[μαχαιροφόρος]]. 3) [[εἶδος]] ξυραφίου, μ. κουρὶς Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 2· μιᾷ μαχαίρᾳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 849· ἀντίθετ. τῷ διπλῇ μ., δηλ. τῇ ψαλίδι, ἣ ἦν ἐν χρήσει πρὸς κουρὰν τῶν τριχῶν, [[Πολυδ]]. Β΄, 32· μάχαιραι κουρικαὶ Πλουτ. Δίων 9· πρβλ.
|lstext='''μάχαιρα''': ἡ, (ἴδε [[μάχομαι]]) [[μάχαιρα]] ἣν ἔφερον οἱ ἥρωες τῆς Ἰλιάδος παρὰ τὴν θήκην τοῦ ξίφους (ἢ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὼν αἰὲν [[ἄωρτο]]) καὶ ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς πρὸς σφαγὴν τῶν θυμάτων, Ἰλ. Γ. 271., Τ. 252· ἦτο δὲ κεχρυσωμένη καὶ ἐκρέματο ἐξ ἀργυροῦ τελαμῶνος, Σ. 597· ταύτην μετεχειρίσθη [[Μαχάων]] ὁ [[ἰατρός]], [[ὅπως]] ἀποκόψῃ [[βέλος]], Λ, 844· [[καθόλου]] [[μάχαιρα]] πρὸς κοπὴν ἢ διανομὴν [[κρεῶν]], Ἡρόδ. 2. 61, Πινδ. Ο. 1. 79, Ἀριστοφ. Ἱππ. 489· κοπὶς μαχ. Εὐρ. Κύκλ. 241· σπανίως δὲ [[μαχαίριον]] δι’ οὗ κόπτει τις τὴν εἰς αὐτὸν δοθεῖσαν μερίδα κρέατος, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 13· ([[διότι]] οἱ παλαιοὶ ἤσθιον [[ἄνευ]] μαχαρίου καὶ περονίου)· - [[μάχαιρα]] πρὸς κλάδευσιν δένδρων, [[κλαδευτήριον]], Πλάτ. Πολ. 353Α· - ἡ Δελφικὴ μ., φαίνεται ὅτι ἦτο [[εἶδος]] κοινοῦ μαχαιρίου, οὗ μόνον τὸ ἓν [[μέρος]], δηλ. ἡ κόψις ἦτο σιδηρᾶ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. Δελφικὴ μ. 2) ὡς [[ὅπλον]], βραχὺ [[ξίφος]] ἢ ἐγχειρίδιον, πρῶτον ἐν Ἡροδ. 6. 75., 7. 225, Πινδ. Ν. 4. 95, κτλ.· ἀλλὰ [[μᾶλλον]] [[ὅπλον]] δολοφόνου ἢ στρατιώτου, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 28· περὶ τῆς μαχαίρας ἣν μετεχειρίζοντο οἱ θαυματοποιοί, ἴδε ἐν λέξει [[κυβιστάω]] ἐν τέλ.· - [[μετέπειτα]] [[σπάθη]] ἢ καμπύλον [[ξίφος]], «[[πάλα]]», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐθύ, τὸ [[κυρίως]] [[ξίφος]], Ξεν. Ἱππ. 12, 11, πρβλ. Ἑλλ. 3. 3. 7, Κύρ. 1. 2, 13· ἴδε [[μαχαιροφόρος]]. 3) [[εἶδος]] ξυραφίου, μ. κουρὶς Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 2· μιᾷ μαχαίρᾳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 849· ἀντίθετ. τῷ διπλῇ μ., δηλ. τῇ ψαλίδι, ἣ ἦν ἐν χρήσει πρὸς κουρὰν τῶν τριχῶν, [[Πολυδ]]. Β΄, 32· μάχαιραι κουρικαὶ Πλουτ. Δίων 9· πρβλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> coutelas, grand couteau :<br /><b>1</b> couteau pour les sacrifices;<br /><b>2</b> couteau de chirurgien;<br /><b>3</b> couteau de boucher;<br /><b>4</b> serpe de jardinier pour élaguer les arbres;<br /><b>II.</b> arme de combat, sorte de sabre légèrement recourbé;<br /><b>III.</b> sorte de pierre précieuse;<br /><b>IV.</b> <i>glosé</i> « braquemart » <i>par Hsch</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[μάγειρος]].
}}
}}