Anonymous

πλημμελέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλημμελέω''': [[κάμνω]] [[σφάλμα]] μουσικὸν ἢ παραφωνίαν, πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, διαπράττω [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], τι = εἴς τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Φοίν. 1650, Πλάτ. Φαίδων 117D, κ. ἀλλ.· τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν τι πλημμελοῦντας Δημ. 527. 27· [[περί]] τι Ἀντιφῶν 123. 10· εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 943E· εἴς τινα λόγῳ Αἰσχίν. 24. 3· [[μετὰ]] μετοχ., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες...; Πλάτ. Πολ. 480A, πρβλ. Σοφ. 244B. ― Παθ., πλημμελοῦμαι ὑπό τινος, [[πάσχω]] κακῶς ὑπό τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 275E, Ἰσοκρ. 89D, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 279. 11· κατ’ οὐδὲν ὑφ’ ἡμῶν πεπλημμελημένοι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 486.
|lstext='''πλημμελέω''': [[κάμνω]] [[σφάλμα]] μουσικὸν ἢ παραφωνίαν, πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, διαπράττω [[σφάλμα]], [[ἁμάρτημα]], τι = εἴς τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Φοίν. 1650, Πλάτ. Φαίδων 117D, κ. ἀλλ.· τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν τι πλημμελοῦντας Δημ. 527. 27· [[περί]] τι Ἀντιφῶν 123. 10· εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 943E· εἴς τινα λόγῳ Αἰσχίν. 24. 3· [[μετὰ]] μετοχ., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες...; Πλάτ. Πολ. 480A, πρβλ. Σοφ. 244B. ― Παθ., πλημμελοῦμαι ὑπό τινος, [[πάσχω]] κακῶς ὑπό τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 275E, Ἰσοκρ. 89D, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 279. 11· κατ’ οὐδὲν ὑφ’ ἡμῶν πεπλημμελημένοι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 486.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>propr.</i> faire une fausse note <i>ou</i> une faute contre la mesure ; <i>fig.</i> commettre une faute par négligence : [[τι]] en qch ; [[περί]] [[τι]] à l’égard de qch (de la justice, <i>etc.</i>) ; [[εἴς]] τινα, à l’égard de qqn ; <i>Pass. avec un suj. de chose</i> être fait à tort ; <i>avec un suj. de pers.</i> être négligé <i>ou</i> traité avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελής]].
}}
}}